- πολισσόος
- -ον, Ααυτός που φυλάγει πόλη ή πόλεις, προστάτης πόλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -σσόος (< σόος, επ. τ. τού επιθ. σῶος «ασφαλής, υγιής»), πρβλ. νηο-(σ)σόος, ξενο-σσόος. Τα συνθ. αυτού τού τύπου έχουν δεχθεί την επίδραση τών συνθ. σε -σόος (< σευομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.